ημεροειδής

ημεροειδής
ἡμεροειδής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται αληθινός, πραγματικός σαν να συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («φάντασμα ημεροειδές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -ειδής (< εί-δος), πρβλ. ξυλο-ειδής σωληνο-ειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡμεροειδές — ἡμεροειδής of the form of day masc/fem voc sg ἡμεροειδής of the form of day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”