- ημεροειδής
- ἡμεροειδής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται αληθινός, πραγματικός σαν να συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («φάντασμα ημεροειδές»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -ειδής (< εί-δος), πρβλ. ξυλο-ειδής σωληνο-ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.